Esben and the Witch
Το ομώνυμο Δανέζικο παραμύθι μαγείας και μυστήριου στάθηκε η έμπνευση για το όνομα που «έντυσε» με επιτυχία το απόκοσμο και ατμοσφαιρικό ύφος της μουσικής των Esben and the Witch.
Το ανερχόμενο χαρτί της εταιρείας Matador, στέγης συγκροτημάτων όπως οι Belle & Sebastian, Interpol, Cat Power, Queens of the Stone Age, κ.ά., έρχεται για πρώτη φορά στην Αθήνα, στο gig space του six d.o.g.s, για να παρουσιάσει υλικό από το άλμπουμ που το απογείωσε, το εξαιρετικό "Wash the Sins Not Only the Face", αλλά και κομμάτια από το ντεμπούτο τους "Violet Cries".
Το τρίο από το Brighton ξεκίνησε να δουλεύει τον ήχο του το 2008 όταν ο Daniel Copeman μετακόμισε από το Southampton στο Brighton, όπου και γνωρίσε τον Thomas Fisher. Οι δυο τους περνούσαν αμέτρητα απογεύματα πειραματιζόμενοι με ήχους, drum machines, ενισχυτές και κιθάρες ώσπου αισθάνθηκαν την ανάγκη να φτιάξουν πλεόν τα δικά τους κομμάτια ντύνοντάς τα με στίχους και φωνητικά. Μετά από μια σειρά αποτυχημένων οντισιόν, έπεσαν πάνω στην Rachel Davies, παλιά φίλη του Thomas, και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.
Από τους πειραματισμούς τους αναδείχθηκε το πρώτο τους single "Lucia, at the Precipice", τον Φεβρουάριο του 2010, δίνοντας το στίγμα των επιρροών της μπάντας από το απόκοσμο, το goth και την «στοιχειωμένη» indie/pop και εξασφαλίζοντας τους την πολύ σημαντική συνεργασία με την Matador. Το ντεμπούτο "Violet Cries" κυκλοφόρησε το 2011 αποσπώντας πολύ θετικά σχόλια από τον διεθνή μουσικό τύπο, και πολλά από τα τραγούδια του κατέλαβαν τα airplay των μεγαλύτερων ραδιοφωνικών σταθμών.
Το άλμπουμ τους έβγαλε στον δρόμο και ο δρόμος τους γύρισε στον πλανήτη. Ήταν σε αυτές τις διαδρομές που το δεύτερο άλμπουμ τους άρχισε να γεννιέται. Μέσα από τις συζητήσεις που μοιράστηκαν, τη μουσική που άκουγαν και τα διαρκώς μεταβαλλόμενα τοπία που περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια τους. Κατά τη διάρκεια ενός από αυτά τα ταξίδια έπεσαν πάνω στο αρχαίο ελληνικό παλίνδρομο, "νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν" το οποίο έδωσε τον τίτλο στη δεύτερη δισκογραφική τους δουλειά. Θέλησαν αυτό το άλμπουμ να ξεδιπλώνεται ηχητικά σαν μια διαδρομή, σαν μία μέρα, γι αυτό και τα πρώτα τραγούδια διακατέχονται από μια φωτεινότητα, μια αισιοδοξία που εξασθενεί σταδιακά στην πορεία του, δίνοντας τη θέση της στην ζοφερή μοναξιά του "Yellow Wood" - η στιγμή που δύει ο ήλιος – καταλήγοντας στο outro του άλμπουμ "Smashed to Pieces in the Still of the Night", σε μια κορύφωση δράματος, λυρισμού και έντασης.
Αυτή η εννοιολογική προσέγγιση έχει επεκταθεί και στους δημιουργικούς ρόλους των μελών του γκρουπ, με την ευθύνη για το στόλισμα του άλμπουμ με λόγια να αναλαμβάνει πλέον αποκλειστικά η Rachel, γράφοντας στίχους και ιστορίες εμπνευσμένες από τον T.S. Eliot και τη Sylvia Plath, από τα έργα του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και των Philip Pullman, Salvador Dali και το κίνημα του σουρεαλισμού.
Το αποτέλεσμα, ξεκινώντας από το "Violet Cries", είναι σαν μια θολή εικόνα που σιγά σιγά γίνεται διαυγής, σαν το μονοπάτι των Esben and the Witch, που ως σήμερα μας έχει χαρίσει ένα δυνατό άλμπουμ του οποίου οι ήχοι και τα αινίγματα διεισδύουν βαθιά μέσα μας.