Capsula
κάψουλα θηλυκό
1. (φαρμακευτική) θήκη (με κυλινδρικό, σφαιρικό ή ωοειδές σχήμα) που περιέχει φάρμακο (με άσχημη γεύση)
2. (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε θήκη που περιέχει μια ποσότητα από κάποιο υλικό
Η φωτογράφος Ασπασία Κουλύρα μας συστήνει στον κόσμο της «κάψουλας». Μιας θήκης που περιέχει κάδρα της μνήμης, μικρά μνημεία του χθες που φωτίζουν το σήμερα, ονειρικά δίπτυχα που σκιαγραφούν το καθημερινό μέσω της αντίστιξης και μοιραία το ανάγουν σε κάτι το παντοτινό. Η «κάψουλα» είναι ο πανδαμάτωρ χρόνος, η σύνοψη αυτού που υπήρξαμε και μοιραία θα γίνουμε, ο σπόρος, μια ημερολογιακή καταγραφή της καθημερινότητας, τον ονείρων και των σκέψεων που αφήσαμε στη μέση, της αφήγησης των συνειρμών, του «μέσα» και του «έξω», η παρατήρηση του εαυτού μέσα από μια μοναχική ενδοσκόπηση, που δεν φοβάται στιγμή να εκτεθεί και ν’ αγγίξει τον άλλον.
Τα έσοδα από τις πωλήσεις των φωτογραφιών θα διατεθούν στο μη κερδοσκοπικό σωματείο Γέφυρα και στην ομάδα NOBorders.